Η έγκριση του Βρετανικού Κοινοβουλίου για κατάθεση προς συζήτηση του νομοσχεδίου για τη Συμφωνία Αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση σηματοδοτεί, ουσιαστικά, την έναρξη της διαδικασίας που προβλέπεται από τους Κανονισμούς λειτουργίας του Βρετανικού Κοινοβουλίου για την ψήφιση της νομοθεσίας που θα οδηγήσει το Ηνωμένο Βασίλειο εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αν και προς το παρόν η διαδικασία αυτή αναστέλλεται λόγω της προκήρυξης πρόωρων εκλογών που έχουν προγραμματιστεί για την 12η Δεκεμβρίου 2019, είναι ορθό να αποτιμήσουμε τις βασικές πρόνοιες του νομοσχεδίου το οποίο ούτως ή άλλως θα συζητηθεί με την νέα σύνθεση του Βρετανικού Κοινοβουλίου.
Τονίζεται εξ υπαρχής ότι για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση απαιτείται η ψήφιση του νομοσχεδίου (Withdrawal Agreement Bill) που ουσιαστικά θα ενσωματώνει την Συμφωνία Αποχώρησης που έχει συνομολογήσει το Ηνωμένο Βασίλειο με την Ευρωπαϊκή Ένωση και η οποία αποτελεί μια νομικά δεσμευτική διεθνή συμφωνία, η οποία όμως, στην βάση της συνταγματικής πρακτικής του Ηνωμένου Βασιλείου, θα πρέπει να ενσωματωθεί στο εθνικό δίκαιο για να έχει νομικά δεσμευτική ισχύ έναντι του Ηνωμένου Βασιλείου. Απαιτείται, δηλαδή, κυρωτικός νόμος που πρέπει να ψηφιστεί από την Βουλή των Κοινοτήτων, να εγκριθεί από την Βουλή των Λόρδων και να λάβει την βασιλική συναίνεση (royal assent).
Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τον νόμο για την αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση του 2018, απαιτείται ξεχωριστός νόμος για την έγκριση της Συμφωνίας Αποχώρησης μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και Ευρωπαϊκής Ένωσης. Υπενθυμίζεται ότι ο νόμος αυτός (EU Withdrawal Act) προβλέπει τρία συγκεκριμένα πράγματα: πρώτον, ανακαλεί την ισχύ του Νόμου για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα του 1972∙ δεύτερον, δημιουργεί μια νέα κατηγορία νομοθεσιών που είχαν ψηφιστεί κατά την διάρκεια συμμετοχής του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και εναρμόνιζαν το αγγλικό δίκαιο με το ευρωπαϊκό δίκαιο∙ και, τρίτον δίνει στην εκτελεστική εξουσία την εξουσία να υιοθετεί δευτερογενή νομοθεσία, ως απόρροια του γεγονότος ότι οι πλείστοι εκ των νόμων αναφέρονται σε όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα οποία το Ηνωμένο Βασίλειο δεν θα συμμετέχει άμα την έξοδο του από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Σύμφωνα με το νομοσχέδιο για την Αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, στόχος του είναι η εφαρμογή της Συμφωνίας Αποχώρησης η οποία διασφαλίζει τα δικαιώματα των Ευρωπαίων πολιτών που ζουν και εργάζονται στο Ηνωμένο Βασίλειο, την δημιουργία μιας μεταβατικής περιόδου με συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα για την αναπροσαρμογή των εταιρειών και των πολιτών στα νέα δεδομένα που θα δημιουργηθούν με την έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από το κανονιστικό πλαίσιο των Βρυξελλών, την παροχή συνέχειας και βεβαιότητας μετά την λήξη της μεταβατικής περιόδου σε σχέση με εκρεμμούσες διαδικασίες που αφορούν το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και τον τρόπο αποπληρωμής των οικονομικών δεσμεύσεων του Ηνωμένου Βασιλείου προς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Επιπρόσθετα, το νομοσχέδιο προνοεί για τον ρόλο του Βρετανικού Κοινοβουλίου σε σχέση με την μελλοντική σχέση του Ηνωμένου Βασιλείου με την Ευρωπαϊκή Ένωση, ειδικά όσον αφορά την επίβλεψη, από πλευράς του Κοινοβουλίου, της διαδικασίας διαπραγμάτευσης για την μελλοντική συμφωνία ελευθέρου εμπορίου (Free Trade Agreement) με την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και την διαβεβαίωση ότι προϊόντα προερχόμενα από την Βόρειο Ιρλανδία θα έχουν ελεύθερη πρόσβαση στη Μεγάλη Βρετανία. Τέλος, το νομοσχέδιο επαναβεβαιώνει την κοινοβουλευτική κυριαρχία.
Τονίζεται ότι κατά την διάρκεια της μεταβατικής περιόδου που ορίζεται στο νομοσχέδιο, σχεδόν όλοι οι ευρωπαϊκοί νόμοι θα εφαρμόζονται στην εσωτερική έννομη τάξη του Ηνωμένου Βασιλείου, αφού το νομοσχέδιο προβλέπει την διατήρηση σε ισχύ συγκεκριμένων μερών του Νόμου για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα του 1972 (βλ. άρθρο 1), ενώ προβλέπεται παράλληλα η δυνατότητα παράτασης της μεταβατικής περιόδου μέχρι δυο χρόνια, αν αυτό συμφωνηθεί από κοινού μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το νομοσχέδιο προβλέπει ότι η ίδια η Συμφωνία Αποχώρησης θα είναι εκτελεστή από τα δικαστήρια του Ηνωμένου Βασιλείου, ακόμη και μετά το τέλος της μεταβατικής περιόδου. Αυτό σημαίνει ότι τα δικαστήρια θα εφαρμόζουν επίσης τυχόν κανόνες δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ενσωματώνονται στη Συμφωνία Αποχώρησης, την ίδια στιγμή που το νομοσχέδιο προσπαθεί να δώσει υπεροχή της Συμφωνίας Αποχώρησης σε σχέση με το εθνικό δίκαιο, αναφέροντας ότι όλη η ημεδαπή νομοθεσία θα εφαρμόζεται υπό την αίρεση των προνοιών της Συμφωνίας Αποχώρησης, κάτι που αντανακλά, ουσιαστικά, το ίδιο το λεκτικό με τον Νόμο για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα του 1972 που έδινε υπεροχή στο ευρωπαϊκό δίκαιο σε σχέση με το εθνικό δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου. Ως νομικό αποτέλεσμα τούτου, θα είναι το γεγονός ότι νόμοι που θα ψηφίζονται μελλοντικά από το βρετανικό Κοινοβούλιο και θα είναι ασύμβατοι ή αντίθετοι με την Συμφωνία Αποχώρησης δεν θα εφαρμόζονται από τα δικαστήρια εκτός και αν το Κοινοβούλιο ρητά κατευθύνει τα δικαστήρια προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Τέλος, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι κατά το στάδιο συζήτησης του νομοσχεδίου για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, μπορούν να τεθούν τροπολογίες που να αλλάζουν άρδην την ουσία και το πνεύμα του νομοσχεδίου, κάτι που θα πρέπει να αναμένουμε να κριθεί μετά τις πρόωρες εκλογές της 12ης Δεκεμβρίου 2019 και την ουσιαστική συζήτηση του νομοσχεδίου στο Βρετανικό Κοινοβούλιο με την νέα του σύνθεση.